- παραπαίρνω
- παραπήρα, παραπάρθηκα, παραπαρμένος1. παίρνω κάτι περισσότερο απ' όσο πρέπει, ξεπερνώ τα όρια: Παραπήρα φόρα και δεν ήξερα τι έλεγα.2. μαλώνω, αποπαίρνω κάποιον: Δεν πρόφτασε ούτε καλημέρα να πει το παιδί και το παραπήρες.3. μέσ., παραφέρνομαι, παρασύρομαι: Παραπάρθηκα από το θυμό και ξεστόμισα λόγια άπρεπα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.