παραπαίρνω

παραπαίρνω
παραπήρα, παραπάρθηκα, παραπαρμένος
1. παίρνω κάτι περισσότερο απ' όσο πρέπει, ξεπερνώ τα όρια: Παραπήρα φόρα και δεν ήξερα τι έλεγα.
2. μαλώνω, αποπαίρνω κάποιον: Δεν πρόφτασε ούτε καλημέρα να πει το παιδί και το παραπήρες.
3. μέσ., παραφέρνομαι, παρασύρομαι: Παραπάρθηκα από το θυμό και ξεστόμισα λόγια άπρεπα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραπαίρνω — 1. (κυριολ. και μτφ.) παίρνω κάτι περισσότερο από όσο πρέπει 2. μέσ. παραπαίρνομαι περιφέρομαι 3. φρ. α) «παραπήρε θάρρος» ή «παραπήρε αέρα» έγινε πολύ θρασύς β) «τόν παραπήρε ο θυμός» τόν κατέλαβε μεγάλη οργή, εξεμάνη γ) «τόν παραπήρε ο ύπνος»… …   Dictionary of Greek

  • παραθαρρεύω — 1. έχω πεποίθηση ή εμπιστοσύνη περισσότερη από το κανονικό («παραθαρρεύει πως θα πετύχει») 2. εξοικειώνομαι περισσότερο από όσο πρέπει με κάποιον, παραπαίρνω θάρρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”